Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πισσωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πισσωμέν
ος
η
πισσωμέν
η
το
πισσωμέν
ο
γενική
του
πισσωμέν
ου
της
πισσωμέν
ης
του
πισσωμέν
ου
αιτιατική
τον
πισσωμέν
ο
την
πισσωμέν
η
το
πισσωμέν
ο
κλητική
πισσωμέν
ε
πισσωμέν
η
πισσωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πισσωμέν
οι
οι
πισσωμέν
ες
τα
πισσωμέν
α
γενική
των
πισσωμέν
ων
των
πισσωμέν
ων
των
πισσωμέν
ων
αιτιατική
τους
πισσωμέν
ους
τις
πισσωμέν
ες
τα
πισσωμέν
α
κλητική
πισσωμέν
οι
πισσωμέν
ες
πισσωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πισσωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πισσώνω
Αντώνυμα
επεξεργασία
απίσσωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πισσωμένος
αγγλικά
:
pitched
(en)
,
tarred
(en)