Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιρουνιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιρουνιασμέν
ος
η
πιρουνιασμέν
η
το
πιρουνιασμέν
ο
γενική
του
πιρουνιασμέν
ου
της
πιρουνιασμέν
ης
του
πιρουνιασμέν
ου
αιτιατική
τον
πιρουνιασμέν
ο
την
πιρουνιασμέν
η
το
πιρουνιασμέν
ο
κλητική
πιρουνιασμέν
ε
πιρουνιασμέν
η
πιρουνιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιρουνιασμέν
οι
οι
πιρουνιασμέν
ες
τα
πιρουνιασμέν
α
γενική
των
πιρουνιασμέν
ων
των
πιρουνιασμέν
ων
των
πιρουνιασμέν
ων
αιτιατική
τους
πιρουνιασμέν
ους
τις
πιρουνιασμέν
ες
τα
πιρουνιασμέν
α
κλητική
πιρουνιασμέν
οι
πιρουνιασμέν
ες
πιρουνιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πιρουνιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
πιρουνιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιρουνιασμένος