Δείτε επίσης: σπιρουνιάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιρουνιάζω < πιρουνιά + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

πιρουνιάζω

  1. (προφορικό) πιάνω κάτι με πιρούνι, το τσιμπώ, το καρφώνω
  2. (προφορικό) άλλη μορφή του περονιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία