πιρουνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπιρουνιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιρουνιάζω | πιρούνιαζα | θα πιρουνιάζω | να πιρουνιάζω | πιρουνιάζοντας | |
β' ενικ. | πιρουνιάζεις | πιρούνιαζες | θα πιρουνιάζεις | να πιρουνιάζεις | πιρούνιαζε | |
γ' ενικ. | πιρουνιάζει | πιρούνιαζε | θα πιρουνιάζει | να πιρουνιάζει | ||
α' πληθ. | πιρουνιάζουμε | πιρουνιάζαμε | θα πιρουνιάζουμε | να πιρουνιάζουμε | ||
β' πληθ. | πιρουνιάζετε | πιρουνιάζατε | θα πιρουνιάζετε | να πιρουνιάζετε | πιρουνιάζετε | |
γ' πληθ. | πιρουνιάζουν(ε) | πιρούνιαζαν πιρουνιάζαν(ε) |
θα πιρουνιάζουν(ε) | να πιρουνιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιρούνιασα | θα πιρουνιάσω | να πιρουνιάσω | πιρουνιάσει | ||
β' ενικ. | πιρούνιασες | θα πιρουνιάσεις | να πιρουνιάσεις | πιρούνιασε | ||
γ' ενικ. | πιρούνιασε | θα πιρουνιάσει | να πιρουνιάσει | |||
α' πληθ. | πιρουνιάσαμε | θα πιρουνιάσουμε | να πιρουνιάσουμε | |||
β' πληθ. | πιρουνιάσατε | θα πιρουνιάσετε | να πιρουνιάσετε | πιρουνιάστε | ||
γ' πληθ. | πιρούνιασαν πιρουνιάσαν(ε) |
θα πιρουνιάσουν(ε) | να πιρουνιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιρουνιάσει | είχα πιρουνιάσει | θα έχω πιρουνιάσει | να έχω πιρουνιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιρουνιάσει | είχες πιρουνιάσει | θα έχεις πιρουνιάσει | να έχεις πιρουνιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιρουνιάσει | είχε πιρουνιάσει | θα έχει πιρουνιάσει | να έχει πιρουνιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιρουνιάσει | είχαμε πιρουνιάσει | θα έχουμε πιρουνιάσει | να έχουμε πιρουνιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιρουνιάσει | είχατε πιρουνιάσει | θα έχετε πιρουνιάσει | να έχετε πιρουνιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιρουνιάσει | είχαν πιρουνιάσει | θα έχουν πιρουνιάσει | να έχουν πιρουνιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιρουνιάζω
|