↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πινακίδιο τα πινακίδια
      γενική του πινακίδιου
πινακιδίου
των πινακίδιων
πινακιδίων
    αιτιατική το πινακίδιο τα πινακίδια
     κλητική πινακίδιο πινακίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πινακίδιο < αρχαία ελληνική πινακίδιον,[1] [2] υποκοριστικό του πίναξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πινακίδιο ουδέτερο

  1. (λόγιο) υποκοριστικό του πινακίδα
  2. (λόγιο) υποκοριστικό του πίνακας
  3. (οικονομία) απόδειξη συναλλαγής σε χρηματιστήριο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πινακίδιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πινακίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.