πινακίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πινακίδιον | τὰ | πινακίδιᾰ |
γενική | τοῦ | πινακιδίου | τῶν | πινακιδίων |
δοτική | τῷ | πινακιδίῳ | τοῖς | πινακιδίοις |
αιτιατική | τὸ | πινακίδιον | τὰ | πινακίδιᾰ |
κλητική ὦ! | πινακίδιον | πινακίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πινακιδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πινακιδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πινακίδιον < πινάκ(ιον) + -ίδιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
πινακίδιον, -ου ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πίναξ
Πηγές επεξεργασία
- πινακίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.