πικροκαρδισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πικροκαρδισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πικροκαρδίζω
Μετοχή επεξεργασία
πικροκαρδισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πικροκαρδίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πικροκαρδισμένος
|