↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πικαρισμένος η πικαρισμένη το πικαρισμένο
      γενική του πικαρισμένου της πικαρισμένης του πικαρισμένου
    αιτιατική τον πικαρισμένο την πικαρισμένη το πικαρισμένο
     κλητική πικαρισμένε πικαρισμένη πικαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πικαρισμένοι οι πικαρισμένες τα πικαρισμένα
      γενική των πικαρισμένων των πικαρισμένων των πικαρισμένων
    αιτιατική τους πικαρισμένους τις πικαρισμένες τα πικαρισμένα
     κλητική πικαρισμένοι πικαρισμένες πικαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πικαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πικάρω

πικαρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία