Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πικάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική piccare < picca < δημώδης λατινική *piccus < φραγκική *pikk / *pīk < πρωτογερμανική *pikjaz / *pīkaz

  Ρήμα επεξεργασία

πικάρω (παθητική φωνή: πικάρομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  • → λείπει η κλίση
  • ο παρατατικός έχει και τους τύπους: πικάριζα, πικάριζες, πικάριζε, πικαρίζαμε, πικαρίζατε, πικάριζαν.
  • ο αόριστος έχει και τους τύπους: πίκαρα, πίκαρες, πίκαρε, πικάραμε, πικάρατε, πίκαραν.

  Μεταφράσεις επεξεργασία