πικάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πικάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική piccare < picca < δημώδης λατινική *piccus < φραγκική *pikk / *pīk < πρωτογερμανική *pikjaz / *pīkaz
Ρήμα
επεξεργασίαπικάρω (παθητική φωνή: πικάρομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- → λείπει η κλίση
- ο παρατατικός έχει και τους τύπους: πικάριζα, πικάριζες, πικάριζε, πικαρίζαμε, πικαρίζατε, πικάριζαν.
- ο αόριστος έχει και τους τύπους: πίκαρα, πίκαρες, πίκαρε, πικάραμε, πικάρατε, πίκαραν.
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πικάρω | πίκαρα | θα πικάρω | να πικάρω | πικάροντας | |
β' ενικ. | πικάρεις | πίκαρες | θα πικάρεις | να πικάρεις | πίκαρε | |
γ' ενικ. | πικάρει | πίκαρε | θα πικάρει | να πικάρει | ||
α' πληθ. | πικάρουμε | πικάραμε | θα πικάρουμε | να πικάρουμε | ||
β' πληθ. | πικάρετε | πικάρατε | θα πικάρετε | να πικάρετε | πικάρετε | |
γ' πληθ. | πικάρουν(ε) | πίκαραν πικάραν(ε) |
θα πικάρουν(ε) | να πικάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πικάρισα | θα πικαρίσω | να πικαρίσω | πικαρίσει | ||
β' ενικ. | πικάρισες | θα πικαρίσεις | να πικαρίσεις | πικάρισε | ||
γ' ενικ. | πικάρισε | θα πικαρίσει | να πικαρίσει | |||
α' πληθ. | πικαρίσαμε | θα πικαρίσουμε | να πικαρίσουμε | |||
β' πληθ. | πικαρίσατε | θα πικαρίσετε | να πικαρίσετε | πικαρίστε | ||
γ' πληθ. | πικάρισαν πικαρίσαν(ε) |
θα πικαρίσουν(ε) | να πικαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πικαρίσει | είχα πικαρίσει | θα έχω πικαρίσει | να έχω πικαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πικαρίσει | είχες πικαρίσει | θα έχεις πικαρίσει | να έχεις πικαρίσει | έχε πικαρισμένο | |
γ' ενικ. | έχει πικαρίσει | είχε πικαρίσει | θα έχει πικαρίσει | να έχει πικαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πικαρίσει | είχαμε πικαρίσει | θα έχουμε πικαρίσει | να έχουμε πικαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πικαρίσει | είχατε πικαρίσει | θα έχετε πικαρίσει | να έχετε πικαρίσει | έχετε πικαρισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν πικαρίσει | είχαν πικαρίσει | θα έχουν πικαρίσει | να έχουν πικαρίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πικαρισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πικαρισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πικαρισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πικαρισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πικάρομαι | πικαριζόμουν(α) | θα πικάρομαι | να πικάρομαι | ||
β' ενικ. | πικάρεσαι | πικαριζόσουν(α) | θα πικάρεσαι | να πικάρεσαι | πικάρου | |
γ' ενικ. | πικάρεται | πικαριζόταν(ε) | θα πικάρεται | να πικάρεται | ||
α' πληθ. | πικαριζόμαστε | πικαριζόμαστε πικαριζόμασταν |
θα πικαριζόμαστε | να πικαριζόμαστε | ||
β' πληθ. | πικάρεστε | πικαριζόσαστε πικαριζόσασταν |
θα πικάρεστε | να πικάρεστε | πικάρεστε | |
γ' πληθ. | πικάρονται | πικάρονταν πικαριζόντουσαν |
θα πικάρονται | να πικάρονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πικαρίστηκα | θα πικαριστώ | να πικαριστώ | πικαριστεί | ||
β' ενικ. | πικαρίστηκες | θα πικαριστείς | να πικαριστείς | πικαρίσου | ||
γ' ενικ. | πικαρίστηκε | θα πικαριστεί | να πικαριστεί | |||
α' πληθ. | πικαριστήκαμε | θα πικαριστούμε | να πικαριστούμε | |||
β' πληθ. | πικαριστήκατε | θα πικαριστείτε | να πικαριστείτε | πικαριστείτε | ||
γ' πληθ. | πικαρίστηκαν πικαριστήκαν(ε) |
θα πικαριστούν(ε) | να πικαριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πικαριστεί | είχα πικαριστεί | θα έχω πικαριστεί | να έχω πικαριστεί | πικαρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις πικαριστεί | είχες πικαριστεί | θα έχεις πικαριστεί | να έχεις πικαριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πικαριστεί | είχε πικαριστεί | θα έχει πικαριστεί | να έχει πικαριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πικαριστεί | είχαμε πικαριστεί | θα έχουμε πικαριστεί | να έχουμε πικαριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πικαριστεί | είχατε πικαριστεί | θα έχετε πικαριστεί | να έχετε πικαριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πικαριστεί | είχαν πικαριστεί | θα έχουν πικαριστεί | να έχουν πικαριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πικαρισμένος - είμαστε, είστε, είναι πικαρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πικαρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πικαρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πικαρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πικαρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πικαρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πικαρισμένοι |