Ετυμολογία

επεξεργασία
διαολίζω < διάολ(ος) + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðʝa.oˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐ο‐λί‐ζω

διαολίζω, αόρ.: διαόλια, παθ.φωνή: διαολίζομαι, π.αόρ.: διαολίστηκα, μτχ.π.π.: διαολισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία