διαολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝa.oˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐ο‐λί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαολίζω, αόρ.: διαόλια, παθ.φωνή: διαολίζομαι, π.αόρ.: διαολίστηκα, μτχ.π.π.: διαολισμένος
- (οικείο) πικάρω, εξοργίζω, δαιμονίζω
- ※ Κοργιοί, κουνούπια, σκνῖπες, ψύλλοι καὶ μερμήγκοι, / Νά σε τσιμποῦν φρικτὰ καὶ νά σε διαολίζουν
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαολίζω | διαόλιζα | θα διαολίζω | να διαολίζω | διαολίζοντας | |
β' ενικ. | διαολίζεις | διαόλιζες | θα διαολίζεις | να διαολίζεις | διαόλιζε | |
γ' ενικ. | διαολίζει | διαόλιζε | θα διαολίζει | να διαολίζει | ||
α' πληθ. | διαολίζουμε | διαολίζαμε | θα διαολίζουμε | να διαολίζουμε | ||
β' πληθ. | διαολίζετε | διαολίζατε | θα διαολίζετε | να διαολίζετε | διαολίζετε | |
γ' πληθ. | διαολίζουν(ε) | διαόλιζαν διαολίζαν(ε) |
θα διαολίζουν(ε) | να διαολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαόλισα | θα διαολίσω | να διαολίσω | διαολίσει | ||
β' ενικ. | διαόλισες | θα διαολίσεις | να διαολίσεις | διαόλισε | ||
γ' ενικ. | διαόλισε | θα διαολίσει | να διαολίσει | |||
α' πληθ. | διαολίσαμε | θα διαολίσουμε | να διαολίσουμε | |||
β' πληθ. | διαολίσατε | θα διαολίσετε | να διαολίσετε | διαολίστε | ||
γ' πληθ. | διαόλισαν διαολίσαν(ε) |
θα διαολίσουν(ε) | να διαολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαολίσει | είχα διαολίσει | θα έχω διαολίσει | να έχω διαολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαολίσει | είχες διαολίσει | θα έχεις διαολίσει | να έχεις διαολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαολίσει | είχε διαολίσει | θα έχει διαολίσει | να έχει διαολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαολίσει | είχαμε διαολίσει | θα έχουμε διαολίσει | να έχουμε διαολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαολίσει | είχατε διαολίσει | θα έχετε διαολίσει | να έχετε διαολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαολίσει | είχαν διαολίσει | θα έχουν διαολίσει | να έχουν διαολίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαολίζομαι | διαολιζόμουν(α) | θα διαολίζομαι | να διαολίζομαι | ||
β' ενικ. | διαολίζεσαι | διαολιζόσουν(α) | θα διαολίζεσαι | να διαολίζεσαι | ||
γ' ενικ. | διαολίζεται | διαολιζόταν(ε) | θα διαολίζεται | να διαολίζεται | ||
α' πληθ. | διαολιζόμαστε | διαολιζόμαστε διαολιζόμασταν |
θα διαολιζόμαστε | να διαολιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαολίζεστε | διαολιζόσαστε διαολιζόσασταν |
θα διαολίζεστε | να διαολίζεστε | (διαολίζεστε) | |
γ' πληθ. | διαολίζονται | διαολίζονταν διαολιζόντουσαν |
θα διαολίζονται | να διαολίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαολίστηκα | θα διαολιστώ | να διαολιστώ | διαολιστεί | ||
β' ενικ. | διαολίστηκες | θα διαολιστείς | να διαολιστείς | διαολίσου | ||
γ' ενικ. | διαολίστηκε | θα διαολιστεί | να διαολιστεί | |||
α' πληθ. | διαολιστήκαμε | θα διαολιστούμε | να διαολιστούμε | |||
β' πληθ. | διαολιστήκατε | θα διαολιστείτε | να διαολιστείτε | διαολιστείτε | ||
γ' πληθ. | διαολίστηκαν διαολιστήκαν(ε) |
θα διαολιστούν(ε) | να διαολιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαολιστεί | είχα διαολιστεί | θα έχω διαολιστεί | να έχω διαολιστεί | διαολισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαολιστεί | είχες διαολιστεί | θα έχεις διαολιστεί | να έχεις διαολιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαολιστεί | είχε διαολιστεί | θα έχει διαολιστεί | να έχει διαολιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαολιστεί | είχαμε διαολιστεί | θα έχουμε διαολιστεί | να έχουμε διαολιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαολιστεί | είχατε διαολιστεί | θα έχετε διαολιστεί | να έχετε διαολιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαολιστεί | είχαν διαολιστεί | θα έχουν διαολιστεί | να έχουν διαολιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαολισμένος - είμαστε, είστε, είναι διαολισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαολισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαολισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαολισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαολισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαολισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαολισμένοι |