πιδακισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιδακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιδακίζω
Μετοχή
επεξεργασίαπιδακισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πιδακίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιδακισμένος
|
πιδακισμένος, -η, -ο
|