Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιγκουίνος οι πιγκουίνοι
      γενική του πιγκουίνου των πιγκουίνων
    αιτιατική τον πιγκουίνο τους πιγκουίνους
     κλητική πιγκουίνε πιγκουίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιγκουίνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική pinguino < γαλλική pingouin < αγγλική penguin
 
Πιγκουίνοι πάνω σε παγόβουνο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piŋ.ɡuˈi.nos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιγκουίνος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία