Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πηροποδία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πηροποδί
α
οι
πηροποδί
ες
γενική
της
πηροποδί
ας
των
πηροποδι
ών
αιτιατική
την
πηροποδί
α
τις
πηροποδί
ες
κλητική
πηροποδί
α
πηροποδί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πηροποδία
<
πηρός
+
-ο-
+
πόδι
+
-ία
<
αρχαία ελληνική
πηρός
+
πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πηροποδία
θηλυκό
(
λόγιο
)
δυσμορφία
(
συνήθως
πολύ
κοντά
πόδια
) των
κάτω
άκρων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
πηρομέλεια
πηροχειρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πηροποδία