πηροχειρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπηροχειρία θηλυκό
- (σπάνιο, ιατρική, παρωχημένο) αναπηρία / δυσμορφία των χεριών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πηροχειρία
|
πηροχειρία θηλυκό
|