Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηλένιος η πηλένια το πηλένιο
      γενική του πηλένιου της πηλένιας του πηλένιου
    αιτιατική τον πηλένιο την πηλένια το πηλένιο
     κλητική πηλένιε πηλένια πηλένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηλένιοι οι πηλένιες τα πηλένια
      γενική των πηλένιων των πηλένιων των πηλένιων
    αιτιατική τους πηλένιους τις πηλένιες τα πηλένια
     κλητική πηλένιοι πηλένιες πηλένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηλένιος < πηλός + -ένιος

  Επίθετο επεξεργασία

πηλένιος, -α, -ο

  • (παρωχημένο, σπάνιο, προφορικό) πήλινος
    ※  παράγωγον ἐπίθετον καὶ σύνθετον ἐκ τοῦ πηλὸς περιεσώθησαν, οίον το πηλένιος κατά τα νεωτερικά καλαμένιος, ξυλένιος, ασημένιος (Αθήναιον, Ελλάδα, 1879, σελ. 278 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία