Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηδαλιουχούμενο τα πηδαλιουχούμενα
      γενική του πηδαλιουχούμενου των πηδαλιουχούμενων
    αιτιατική το πηδαλιουχούμενο τα πηδαλιουχούμενα
     κλητική πηδαλιουχούμενο πηδαλιουχούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηδαλιουχούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πηδαλιουχούμενος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηδαλιουχούμενο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πηδαλιουχούμενο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πηδαλιουχούμενος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πηδαλιουχούμενος