πηδαλιουχούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πηδαλιουχούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος πηδαλιουχώ
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πηδαλιουχούμαι | πηδαλιουχούμουν | θα πηδαλιουχούμαι | να πηδαλιουχούμαι | ||
β' ενικ. | πηδαλιουχείσαι | πηδαλιουχούσουν | θα πηδαλιουχείσαι | να πηδαλιουχείσαι | ||
γ' ενικ. | πηδαλιουχείται | πηδαλιουχούνταν | θα πηδαλιουχείται | να πηδαλιουχείται | ||
α' πληθ. | πηδαλιουχούμαστε | πηδαλιουχούμασταν πηδαλιουχούμαστε |
θα πηδαλιουχούμαστε | να πηδαλιουχούμαστε | ||
β' πληθ. | πηδαλιουχείστε | πηδαλιουχούσασταν πηδαλιουχούσαστε |
θα πηδαλιουχείστε | να πηδαλιουχείστε | πηδαλιουχείστε | |
γ' πληθ. | πηδαλιουχούνται | πηδαλιουχούνταν | θα πηδαλιουχούνται | να πηδαλιουχούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πηδαλιουχήθηκα | θα πηδαλιουχηθώ | να πηδαλιουχηθώ | πηδαλιουχηθεί | ||
β' ενικ. | πηδαλιουχήθηκες | θα πηδαλιουχηθείς | να πηδαλιουχηθείς | πηδαλιουχήσου | ||
γ' ενικ. | πηδαλιουχήθηκε | θα πηδαλιουχηθεί | να πηδαλιουχηθεί | |||
α' πληθ. | πηδαλιουχηθήκαμε | θα πηδαλιουχηθούμε | να πηδαλιουχηθούμε | |||
β' πληθ. | πηδαλιουχηθήκατε | θα πηδαλιουχηθείτε | να πηδαλιουχηθείτε | πηδαλιουχηθείτε | ||
γ' πληθ. | πηδαλιουχήθηκαν πηδαλιουχηθήκαν(ε) |
θα πηδαλιουχηθούν(ε) | να πηδαλιουχηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πηδαλιουχηθεί | είχα πηδαλιουχηθεί | θα έχω πηδαλιουχηθεί | να έχω πηδαλιουχηθεί | πηδαλιουχημένος | |
β' ενικ. | έχεις πηδαλιουχηθεί | είχες πηδαλιουχηθεί | θα έχεις πηδαλιουχηθεί | να έχεις πηδαλιουχηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πηδαλιουχηθεί | είχε πηδαλιουχηθεί | θα έχει πηδαλιουχηθεί | να έχει πηδαλιουχηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πηδαλιουχηθεί | είχαμε πηδαλιουχηθεί | θα έχουμε πηδαλιουχηθεί | να έχουμε πηδαλιουχηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πηδαλιουχηθεί | είχατε πηδαλιουχηθεί | θα έχετε πηδαλιουχηθεί | να έχετε πηδαλιουχηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πηδαλιουχηθεί | είχαν πηδαλιουχηθεί | θα έχουν πηδαλιουχηθεί | να έχουν πηδαλιουχηθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηδαλιουχούμαι
|