πετσετένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πετσετένιος | η | πετσετένια | το | πετσετένιο |
γενική | του | πετσετένιου | της | πετσετένιας | του | πετσετένιου |
αιτιατική | τον | πετσετένιο | την | πετσετένια | το | πετσετένιο |
κλητική | πετσετένιε | πετσετένια | πετσετένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πετσετένιοι | οι | πετσετένιες | τα | πετσετένια |
γενική | των | πετσετένιων | των | πετσετένιων | των | πετσετένιων |
αιτιατική | τους | πετσετένιους | τις | πετσετένιες | τα | πετσετένια |
κλητική | πετσετένιοι | πετσετένιες | πετσετένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπετσετένιος, -α, -ο
- άλλη μορφή του πετσετέ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πετσέτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πετσετένιος
|