Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετσετέ < πετσέτ(α) +

  Επίθετο επεξεργασία

πετσετέ άκλιτο

  • (για ύφασμα) που έχει την υφή πετσέτας
    διαθέτουμε τις καλύτερες αθλητικές κάλτσες πετσετέ

  Μεταφράσεις επεξεργασία