Ετυμολογία

επεξεργασία
πετσετέ < πετσέτ(α) +

  Επίθετο

επεξεργασία

πετσετέ άκλιτο

  • (για ύφασμα) που έχει την υφή πετσέτας
    διαθέτουμε τις καλύτερες αθλητικές κάλτσες πετσετέ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία