↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεσκαντρίτσα οι πεσκαντρίτσες
      γενική της πεσκαντρίτσας
    αιτιατική την πεσκαντρίτσα τις πεσκαντρίτσες
     κλητική πεσκαντρίτσα πεσκαντρίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεσκαντρίτσα < ιταλική pescatrice (γυναίκα ψαράς, ψαρού), θηλυκό του pescatore < λατινική piscator < piscor < piscis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pisḱ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεσκαντρίτσα θηλυκό

  • (ψάρι) ονομασία διαφόρων ειδών ψαριών, με τερατόμορφο κεφάλι, του γένους Lophius, και συνηθέστερα το Lophius Piscatorius

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία