περιώμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περιώμιο | τα | περιώμια |
γενική | του | περιώμιου & περιωμίου |
των | περιώμιων & περιωμίων |
αιτιατική | το | περιώμιο | τα | περιώμια |
κλητική | περιώμιο | περιώμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιώμιο < ελληνιστική κοινή περιώμιον < αρχαία ελληνική περί + ὦμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριώμιο ουδέτερο
- (λόγιο) ένδυμα που περιβάλλει τους ώμους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιώμιο
|