περιφλεγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιφλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιφλέγω
Μετοχή
επεξεργασίαπεριφλεγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περιφλέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιφλεγμένος
|
περιφλεγμένος, -η, -ο
|