περιπλανητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιπλανητικός < ελληνιστική κοινή περιπλανητικός[1] < περιπλανής < αρχαία ελληνική περί + πλάνης
Επίθετο επεξεργασία
περιπλανητικός
- που έχει σχέση με περιπλάνηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιπλανητικός
|
- ↑ περιπλανητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)