Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περινεύριο τα περινεύρια
      γενική του περινευρίου
περινεύριου
των περινευρίων
    αιτιατική το περινεύριο τα περινεύρια
     κλητική περινεύριο περινεύρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περινεύριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική perineurium < αρχαία ελληνική περί + νεῦρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περινεύριο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία