περιμαζεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιμαζεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιμαζεύω
Μετοχή
επεξεργασίαπεριμαζεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περιμαζεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιμαζεμένος
|
περιμαζεμένος, -η, -ο
|