Ετυμολογία

επεξεργασία
περιμαζεύω < μεσαιωνική ελληνική περιμαζεύω[1] < μαζεύω < ελληνιστική κοινή ὁμαδεύω[2] [3] < αρχαία ελληνική ὅμαδος (πλήθος, πληθώρα, φωνασκία) / ὁμάς

περιμαζεύω (παθητική φωνή περιμαζεύομαι)

  1. συγκεντρώνω μαζί σ’ ένα μέρος πράγματα που έχουν διασκορπιστεί
  2. βοηθώ ή περιθάλπω κάποιον απροστάτευτο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. περιμαζώνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. μαζεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. μαζεύω Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].