↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιμάχητος η περιμάχητη το περιμάχητο
      γενική του περιμάχητου της περιμάχητης του περιμάχητου
    αιτιατική τον περιμάχητο την περιμάχητη το περιμάχητο
     κλητική περιμάχητε περιμάχητη περιμάχητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιμάχητοι οι περιμάχητες τα περιμάχητα
      γενική των περιμάχητων των περιμάχητων των περιμάχητων
    αιτιατική τους περιμάχητους τις περιμάχητες τα περιμάχητα
     κλητική περιμάχητοι περιμάχητες περιμάχητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιμάχητος < αρχαία ελληνική περιμάχητος < περί + μάχη

  Επίθετο

επεξεργασία

περιμάχητος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία