περιεργασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιεργασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιεργάζομαι
Μετοχή
επεξεργασίαπεριεργασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περιεργάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιεργασμένος
|
περιεργασμένος, -η, -ο
|