περιγυριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιγυριά | οι | περιγυριές |
γενική | της | περιγυριάς | των | περιγυριών |
αιτιατική | την | περιγυριά | τις | περιγυριές |
κλητική | περιγυριά | περιγυριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπεριγυριά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η έκταση τριγύρω από κάτι
- (λαϊκότροπο) τα περίχωρα
- (λαϊκότροπο) παρυφή υφάσματος ή ρούχου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιγυριά
|