Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιαύλιο
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
περίαυλο
,
περίαυλον
,
περίαυλος
,
προαύλιο
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
περιαύλι
ο
τα
περιαύλι
α
γενική
του
περιαυλί
ου
των
περιαυλί
ων
αιτιατική
το
περιαύλι
ο
τα
περιαύλι
α
κλητική
περιαύλι
ο
περιαύλι
α
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
περιαύλιο
<
ελληνιστική κοινή
περίαυλον
ή
περι-
+
αυλή
+
-ιο
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
περιαύλιο
ουδέτερο
(
λόγιο
)
περίφρακτη
αυλή
γύρω
από κάποιο
κτήριο
(
συνήθως
μοναστήρι
ή
εκκλησία
)
Άλλες μορφές
Επεξεργασία
περίαυλο
περίαυλος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
περιαύλιο