• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

περιαύλιο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : περίαυλο, περίαυλον, περίαυλος, προαύλιο

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιαύλιο τα περιαύλια
      γενική του περιαυλίου των περιαυλίων
    αιτιατική το περιαύλιο τα περιαύλια
     κλητική περιαύλιο περιαύλια
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

περιαύλιο < ελληνιστική κοινή περίαυλον ή περι- + αυλή + -ιο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

περιαύλιο ουδέτερο

  • (λόγιο) περίφρακτη αυλή γύρω από κάποιο κτήριο (συνήθως μοναστήρι ή εκκλησία)

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • περίαυλο
  • περίαυλος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    περιαύλιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=περιαύλιο&oldid=4600390"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Απριλίου 2020, στις 05:36

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Απριλίου 2020, στις 05:36.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie