περιήλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περιήλιο | τα | περιήλια |
γενική | του | περιήλιου | των | περιήλιων |
αιτιατική | το | περιήλιο | τα | περιήλια |
κλητική | περιήλιο | περιήλια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈi.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ή‐λι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριήλιο ουδέτερο
- (αστρονομία) το σημείο της τροχιάς ενός σώματος γύρω από τον ήλιο, που βρίσκεται κοντύτερα σε αυτόν
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιήλιο