↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίστωο τα περίστωα
      γενική του περίστωου
περιστώου
των περίστωων
περιστώων
    αιτιατική το περίστωο τα περίστωα
     κλητική περίστωο περίστωα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίστωο < ελληνιστική κοινή περίστῳον[1] [2] / περιστόϊον < αρχαία ελληνική περί + στῳά / στοά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίστωο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. περίστῳον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. περίστῳος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)