περίστρεπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περίστρεπτος < περιστρέφω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαπερίστρεπτος
- που μπορεί να περιστραφεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις περιστρέφω, περί και στρέφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία περίστρεπτος
|