πεντάλεπτος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /penˈda.le.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντά‐λε‐πτος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πεντάλεπτος, -η, -ο
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πεντάλεπτος
|
Επεξεργασία
- ↑ «πεντάλεπτος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.