Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάγωνος η πεντάγωνη το πεντάγωνο
      γενική του πεντάγωνου της πεντάγωνης του πεντάγωνου
    αιτιατική τον πεντάγωνο την πεντάγωνη το πεντάγωνο
     κλητική πεντάγωνε πεντάγωνη πεντάγωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάγωνοι οι πεντάγωνες τα πεντάγωνα
      γενική των πεντάγωνων των πεντάγωνων των πεντάγωνων
    αιτιατική τους πεντάγωνους τις πεντάγωνες τα πεντάγωνα
     κλητική πεντάγωνοι πεντάγωνες πεντάγωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάγωνος < αρχαία ελληνική πεντάγωνος < πέντε + γωνία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /penˈda.ɣo.nos/

  Επίθετο επεξεργασία

πεντάγωνος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία