πενικίλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πενικίλιο | τα | πενικίλια |
γενική | του | πενικίλιου & πενικιλίου |
των | πενικίλιων & πενικιλίων |
αιτιατική | το | πενικίλιο | τα | πενικίλια |
κλητική | πενικίλιο | πενικίλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πενικίλιο < νεολατινική penicillium < λατινική penicillum < peniculus < penis + -culus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pes
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπενικίλιο ουδέτερο
- (βιολογία) γένος μύκητα με πάνω από 700 είδη. Άλλα είναι παράσιτα σε φρούτα, ενώ άλλα χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και στη γαστρονομία
- 1929: Ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ ανακοινώνει ότι στη μούχλα ενυπάρχει αντιβιοτική δράση. Εντοπίστηκε στο γένος των ευρωτομυκήτων, που ονομάζεται πενικίλιο. Δώδεκα χρόνια αργότερα απομονώθηκε η πενικιλίνη. (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πενικίλιο