πενικίλλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πενικίλλιο | τα | πενικίλλια |
γενική | του | πενικίλλιου & πενικιλλίου |
των | πενικίλλιων & πενικιλλίων |
αιτιατική | το | πενικίλλιο | τα | πενικίλλια |
κλητική | πενικίλλιο | πενικίλλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπενικίλλιο ουδέτερο