πενθηφορεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πενθηφορεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πενθηφορώ
Μετοχή επεξεργασία
πενθηφορεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πενθηφορώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
πενθηφορεμένος
|
πενθηφορεμένος, -η, -ο
|