Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενθημιμερής η πενθημιμερής το πενθημιμερές
      γενική του πενθημιμερούς* της πενθημιμερούς του πενθημιμερούς
    αιτιατική τον πενθημιμερή την πενθημιμερή το πενθημιμερές
     κλητική πενθημιμερή(ς) πενθημιμερής πενθημιμερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενθημιμερείς οι πενθημιμερείς τα πενθημιμερή
      γενική των πενθημιμερών των πενθημιμερών των πενθημιμερών
    αιτιατική τους πενθημιμερείς τις πενθημιμερείς τα πενθημιμερή
     κλητική πενθημιμερείς πενθημιμερείς πενθημιμερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενθημιμερής < ελληνιστική κοινή πενθημιμερής < αρχαία ελληνική πέντε + ελληνιστική κοινή ἡμιμερής < αρχαία ελληνική ἡμι- + μέρος

  Επίθετο επεξεργασία

πενθημιμερής

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία