ημιπόδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ημιπόδιο | τα | ημιπόδια |
γενική | του | ημιπόδιου & ημιποδίου |
των | ημιπόδιων & ημιποδίων |
αιτιατική | το | ημιπόδιο | τα | ημιπόδια |
κλητική | ημιπόδιο | ημιπόδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιπόδιο < ελληνιστική κοινή ἡμιπόδιον < αρχαία ελληνική ἡμι- + πούς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημιπόδιο ουδέτερο