πελματιαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πελματιαίος < πέλμα + -ιαίος< αρχαία ελληνική πέλμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική plantaire[1])
Επίθετο επεξεργασία
πελματιαίος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πέλμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πελματιαίος
|
- ↑ πελματιαίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)