↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελματιαίος η πελματιαία το πελματιαίο
      γενική του πελματιαίου της πελματιαίας του πελματιαίου
    αιτιατική τον πελματιαίο την πελματιαία το πελματιαίο
     κλητική πελματιαίε πελματιαία πελματιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελματιαίοι οι πελματιαίες τα πελματιαία
      γενική των πελματιαίων των πελματιαίων των πελματιαίων
    αιτιατική τους πελματιαίους τις πελματιαίες τα πελματιαία
     κλητική πελματιαίοι πελματιαίες πελματιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πελματιαίος < πέλμα + -ιαίος< αρχαία ελληνική πέλμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική plantaire[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

πελματιαίος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πελματιαίοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)