Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πελαγιαῖος πελαγιαία τὸ πελαγιαῖον
      γενική τοῦ πελαγιαίου τῆς πελαγιαίας τοῦ πελαγιαίου
      δοτική τῷ πελαγιαί τῇ πελαγιαί τῷ πελαγιαί
    αιτιατική τὸν πελαγιαῖον τὴν πελαγιαίαν τὸ πελαγιαῖον
     κλητική ! πελαγιαῖε πελαγιαία πελαγιαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πελαγιαῖοι αἱ πελαγιαῖαι τὰ πελαγιαῖα
      γενική τῶν πελαγιαίων τῶν πελαγιαίων τῶν πελαγιαίων
      δοτική τοῖς πελαγιαίοις ταῖς πελαγιαίαις τοῖς πελαγιαίοις
    αιτιατική τοὺς πελαγιαίους τὰς πελαγιαίας τὰ πελαγιαῖα
     κλητική ! πελαγιαῖοι πελαγιαῖαι πελαγιαῖα
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελαγιαῖος < πέλαγ(ος) + -ιαῖος. Δείτε επίσης το ελληνιστικό πελαγαῖος και το αρχαίο πελάγιος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.la.ʝiˈe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λα‐γι‐αῖ‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

πελαγιαῖος, -α, -ον

  • (σπάνιο, λογοτεχνικό) ο πελαγίσιος
    ※  Εἰς τὸν κόσμον ὅλον, μόνην, μόνην ἔβλεπα σὲ, νέα! / Τὸ πλοιάριόν μας αὖρα ἔφερε πελαγιαία.
    Σούτσος, Παναγιώτης (1842), Ο άγνωστος @books.google
    ※  Την δ’ ἐπιοῦσαν πρὸς τὸ ἐσπέρας, καθ’ ἣν ὥραν ἡ πελαγιαία αὖρα δροσίζει τὸ φλογερὸν κλίμα τῆς Σικελίας, οἱ Ἕλληνες μετὰ μακρὰν περιόδευσιν εἴς τινα τῶν κορυφῶν τῆς Αἳτνης, ἐκάθησαν πρὸς ἀναψυχὴν μετὰ τοῦ Μεδίκου καὶ τῶν συνεταίρων[...]
    Παρμενίδης, Χρήστος (1847), Ο Λάσκαρης και διάφορα ποιήματα, σελ. 17 @books.google
    ※  Καὶ πελαγιαῖος λύκος ἐκολύμβα πρὸς τὴν πρῶραν / Τρέμων καὶ αὐτὸς τοῦ πόντου τὴν ἐκτεταμένην χώραν.
    Σούτσος, Αλέξανδρος (1858), Ο περιπλανώμενος, άσμα τέταρτο, σελ. 121, @books.google