πειθαναγκασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειθαναγκασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πειθαναγκάζω
Μετοχή επεξεργασία
πειθαναγκασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πειθαναγκάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
πειθαναγκασμένος
|