πατροναρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατροναρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πατρονάρω
Μετοχή
επεξεργασίαπατροναρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πατρονάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατροναρισμένος
|
πατροναρισμένος, -η, -ο
|