πατροναρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπατροναρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πατροναρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πατροναρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πατροναρισμένος