πατάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πατάρι | τα | πατάρια |
γενική | του | παταριού | των | παταριών |
αιτιατική | το | πατάρι | τα | πατάρια |
κλητική | πατάρι | πατάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατάρι < μεσαιωνική ελληνική *πατάριον, υποκοριστικό από την αρχαία ελληνική πάτος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατάρι ουδέτερο
- ο χώρος κάτω από το ταβάνι, που χρησιμεύει ως αποθηκευτικός ή βοηθητικός