παστουρμάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παστουρμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική pastırma + -ς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.stuɾˈmas/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαστουρμάς αρσενικό
- είδος αλλαντικού που αποτελείται από πιεσμένο, παστωμένο και ψημένο κρέας το οποίο περιβάλλεται από στρώμα μπαχαρικών με έντονη και χαρακτηριστική μυρουδιά