Ετυμολογία

επεξεργασία
pastırma < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική باصدرمه‎ (basdırma), ρηματικό ουσιαστικό του ρήματος باصدرمق‎ (bastırmak, πιέζω) < απώτατη αρχή η πρωτοτουρκική *bas- (πιέζω).

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pastırma (tr)