Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παστρουμάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
παστρουμ
άς
οι
παστρουμ
άδες
γενική
του
παστρουμ
ά
των
παστρουμ
άδων
αιτιατική
τον
παστρουμ
ά
τους
παστρουμ
άδες
κλητική
παστρουμ
ά
παστρουμ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παστρουμάς
<
παστουρμάς
<
τουρκικά
pastırma
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παστρουμάς
αρσενικό
άλλη μορφή
του
παστουρμάς