Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πασιφιστικός η πασιφιστική το πασιφιστικό
      γενική του πασιφιστικού της πασιφιστικής του πασιφιστικού
    αιτιατική τον πασιφιστικό την πασιφιστική το πασιφιστικό
     κλητική πασιφιστικέ πασιφιστική πασιφιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πασιφιστικοί οι πασιφιστικές τα πασιφιστικά
      γενική των πασιφιστικών των πασιφιστικών των πασιφιστικών
    αιτιατική τους πασιφιστικούς τις πασιφιστικές τα πασιφιστικά
     κλητική πασιφιστικοί πασιφιστικές πασιφιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασιφιστικός < πασιφιστής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πασιφιστικός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία