πασιφιστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πασιφιστικά < πασιφιστικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαπασιφιστικά
- (σπάνιο) με πασιφιστικό τρόπο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πασιφισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πασιφιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπασιφιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πασιφιστικός